- λαγῷος
- λαγῷοςof the haremasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαγωός — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς του Ωρίωνος, του Ηριδανού, του Γλυφείου, της Περιστεράς, του Μεγάλου Κυνός και του Μονόκερω. Ο λαμπρότερος αστέρας του, ο α ή Αρνέμπ με μέγεθος 2,58,… … Dictionary of Greek
λαγώος — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς του Ωρίωνος, του Ηριδανού, του Γλυφείου, της Περιστεράς, του Μεγάλου Κυνός και του Μονόκερω. Ο λαμπρότερος αστέρας του, ο α ή Αρνέμπ με μέγεθος 2,58,… … Dictionary of Greek
λαγωός — λαγῶς hare masc nom sg λαγωός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγῶος — λαγῶς hare masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγῷα — λαγῷος of the hare neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek
λαγῷ' — λαγῷα , λαγῷος of the hare neut nom/voc/acc pl λαγῷε , λαγῷος of the hare masc voc sg λαγῷαι , λαγῷος of the hare fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγῴα — λαγῴ̱ᾱ , λαγῷος of the hare fem nom/voc/acc dual λαγῴ̱ᾱ , λαγῷος of the hare fem nom/voc sg (doric aeolic) λαγῴᾱ , λαγωίη killing of hares fem nom/voc/acc dual λαγῴᾱ , λαγωίη killing of hares fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγῴας — λαγῴ̱ᾱς , λαγῷος of the hare fem acc pl λαγῴ̱ᾱς , λαγῷος of the hare fem gen sg (doric aeolic) λαγῴᾱς , λαγωίη killing of hares fem acc pl λαγῴᾱς , λαγωίη killing of hares fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγῴων — λαγῴ̱ων , λαγῷος of the hare fem gen pl λαγῴ̱ων , λαγῷος of the hare masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)